ισόγραφος

ισόγραφος
-η, -ο και ισογράφος, -ον (Α ἰσόγραφος, -ον και ἰσογράφος, -ον)
αυτός που γράφει όμοια με κάποιον άλλο
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόγραφον
αντίγραφο, ισογραφία*
2. φρ. μτφ. (για τον Πλάτωνα) «ἰσόγραφος τέττιξιν» — μουσικός σαν τζίτζικας, αντίγραφο τού τζίτζικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -γραφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἰσογράφος — writing like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισογραφία — ἡ (Α ἰσογραφία) [ισόγραφος] αντιγραφή από πρωτότυπο έργο αρχ. ισόγραφον*, αντίγραφο τού πρωτοτύπου …   Dictionary of Greek

  • ισόγραφον — ἰσόγραφον, τὸ (Α) βλ. ισόγραφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”